- ενδιαφέρω
- ενδιαφέρθηκα1. μτβ., προκαλώ το ενδιαφέρον και την προσοχή κάποιου, παρουσιάζω ενδιαφέρον: Με ενδιαφέρουν οι πολιτικές εκλογές.2. αμτβ., στο γ' εν. πρόσωπο ενδιαφέρει αξίζει τον κόπο, είναι σημαντικό, έχει σπουδαιότητα: Ενδιαφέρει να βρούμε αίμα για μετάγγιση.3. το μέσ., ενδιαφέρομαι, α. δείχνω ιδιαίτερο ενδιαφέρον (φροντίδα ή περιέργεια) για κάτι, φροντίζω ειδικά για κάτι: Ενδιαφέρεται πολύ για τους φτωχούς. β. αισθάνομαι ερωτική συμπάθεια: Στο χορό ενδιαφέρθηκαν δύο νεαροί γι' αυτήν. γ. έχω συμφέρον, είμαι ανακατεμένος σε επιχείρηση: Για το ιχθυοτροφείο αυτό ενδιαφέρονται τρεις.4. η μτχ. ενεστ. ως επίθ., ενδιαφερόμενος, -η, -ο, α. που έχει άμεσο συμφέρον, που τον αφορά κάτι: Οι ενδιαφερόμενοι γι' αυτή τη θέση ήταν πολλοί. β. που συμπαθεί κάποιον: Ο ενδιαφερόμενος βολτάρει έξω από το σπίτι της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.